καταδώνω
Смотреть что такое "καταδώνω" в других словарях:
καταδώνω — καταδίδω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τον αόρ. κατ έ δωσα τού καταδίδω, υποχωρητικά κατά το σχήμα ψήλωσα: ψηλώνω] … Dictionary of Greek
καταδίδω — και καταδώνω κατέδωσα, γίνομαι καταδότης, φανερώνω στις αρχές κάποιον που καταζητείται, προδίδω: Οι συγγενείς του τον κατέδωσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)